- χρυσόπαχυς
- -υ, Αβλ. χρυσόπηχυς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
χρυσόπηχυς — και χρυσόπαχυς, υ, Α αυτός που έχει χρυσοΰφαντα μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) + πηχυς (< πῆχυς), πρβλ. ἀργυρό πηχυς] … Dictionary of Greek